- ἀεθλοφόρος
- ἀεθλοφόρος (αε-, ᾰε̄-.)1 prize-winning
ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.7
ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν N. 3.83
as subs.,ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.7
ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν N. 3.83
as subs.,ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αεθλοφόρος — ἀεθλοφόρος, ον (Α) επικός και ιωνικός τύπος αντί αθλοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄεθλον + φόρος < φέρω. ΠΑΡ. αρχ. ἀεθλοφορῶ] … Dictionary of Greek
ἀεθλοφόρος — ἀθλοφόρος bearing away the prize masc/fem nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεθλοφορώ — ἀεθλοφορῶ ( έω) (Α) [ἀεθλοφόρος] κερδίζω έπαθλο … Dictionary of Greek
αθλοφόρος — ο (Α ἀθλοφόρος, ον και ασυναίρετο ἀεθλοφόρος, ον) 1. αυτός που κερδίζει βραβείο, ο νικητής (η λ. είναι γνωστή στα νεοελλ. από τα τροπάρια αγίων, διότι θεωρούνται νικητές τού κακού και τών εχθρών τού χριστιανισμού) 2. αυτός που δίνει βραβεία… … Dictionary of Greek